βουνό

βουνό
Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 7 κάτ.) των Κυθήρων. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού και υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυθήρων της νομαρχίας Πειραιώς. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ., 251 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μαντινείας του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεγέας. 3. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 268 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νησιού, στα Μαστιχοχώρια, και υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιωνίας του νομού Χίου.
* * *
το (Μ βουνόν, το, AM βουνός, ο)
ύψωμα, λόφος 100-1.000 μ.
νεοελλ.
1. όρος ανεξαρτήτως ύψους
2. ορεινός τόπος
3. φρ. α. «η τύχη του βουνό» είναι πολύ τυχερός
β. «βγαίνω στο βουνό» — βγαίνω στην παρανομία, γίνομαι αντάρτης
γ. «πήρε τα βουνά» — ήλθε σε απόγνωση ή απελπισία
δ. «από το βουνό κατέβηκε
για αγροίκο και άξεστο
ε. «βουνό με βουνό δεν σμίγει» — ουδέποτε αποκλείεται η συνάντηση δύο προσώπων
στ. «μαθημένα τα βουνά από τα χιόνια» — για συνηθισμένους σε κακουχίες και κακοτυχίες, για πολύπειρους και ανθεκτικούς στις συμφορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Άλλοι τη θεωρούν δάνεια λ. είτε κυρηναϊκής προελεύσεως (Ηρόδοτος) είτε γενικά ξενική (Αίλιος Διονύσιος, 2ος μ. Χ. αιώνας), ενώ άλλοι τη χαρακτηρίζουν δωρική. Η σύνδεση με το βουβών* παραμένει αμφίβολη.
ΠΑΡ. βουνίτης
αρχ.
βουναία, βουνίζω, βούνις, βουνώδης
μσν.
βουνίτσιν
μσν.- νεοελλ.
βουνί (ν)
νεοελλ.
βουνάκι, βουνήσιος.
ΣΥΝΘ. αρχ. βουνοβατώ, βουνοειδής
νεοελλ.
βουνοκορφή, βουνοπλαγιά, βουνοσειρά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βουνό — το 1. μεγάλο ύψωμα γης, όρος: Ο Όλυμπος είναι το ψηλότερο βουνό της Ελλάδας. 2. κάτι το υπερβολικό ή δύσκολο: Η δουλειά μού φαίνεται βουνό, γιατί δε μου αρέσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κουφό Βουνό — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ., 222 κάτ.) της Λέσβου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ευεργέτουλα του νομού Λέσβου …   Dictionary of Greek

  • Μικρό Βουνό — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 302 κάτ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού, στα όρια με τον νομό Καρδίτσης, στον οποίο άνηκε έως το 1974. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κραννώνος …   Dictionary of Greek

  • οχή — Βουνό της νότιας Εύβοιας (1.404 μ.), που καταλήγει στα Ν στα ακρωτήρια Μαντέλλο (Γεραιτός) και Παξιμάδι (Λευκή Ακτή), στα δε ΒΑ στον Καφηρέα (Κάβο Ντόρο, κοινά Βουνό της Καρύστου). Ψηλότερες κορυφές είναι ο Άγιος Ηλίας (1.398 μ.) και ο Ιούδας… …   Dictionary of Greek

  • Γιούχτας — Βουνό (811 μ.) του νομού Ηρακλείου, απέναντι από την κωμόπολη Αρχάνες και προς τα δυτικά της. Οι Τούρκοι το ονόμαζαν Μαύρο Βουνό (Καρά Νταγ). Το βουνό έχει ιδιαίτερη σπουδαιότητα για τη μινωική αρχαιολογία γιατί εκεί θάφτηκε, κατά την κρητική… …   Dictionary of Greek

  • Πεντέλη ή Πεντελικό — Βουνό της Αττικής, το δεύτερο σε ύψος (1.107 μ.) μετά την Πάρνηθα (1.410 μ.), στα ΒΔ του λεκανοπεδίου των Αθηνών, το οποίο και περικλείει μαζί με το Αιγάλεω, την Πάρνηθα και τον Υμηττό. Ουσιαστικό στοιχείο του απαράμιλλου αττικού τοπίου, η Π.… …   Dictionary of Greek

  • Χελμός — Βουνό της Πελοποννήσου. Στην αρχαιότητα ήταν γνωστό με την ονομασία Αροάνια. Η υψηλότερη κορυφή του έχει ύψος 2.355 μ. Το βουνό αυτό έχει πολλά δάση ελάτης, μικρές πηγές και στις παραφυάδες του αρκετές ποτάμιες πηγές. Το βουνό Χελμός στην… …   Dictionary of Greek

  • πατερίτσα — Βουνό της Αρκαδίας. Αποτελεί συνέχεια του Μαινάλου και η ψηλότερη κορυφή του είναι 1.869 μ. Πιθανότατα, το βουνό αυτό είναι το αρχαίο Θαυμάσιο. Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές ένα σπήλαιο που υπάρχει σε ύψος 1.425 μ. ταυτίζεται με το σπήλαιο της… …   Dictionary of Greek

  • Αιγάλεω και Αιγάλεως — Βουνό (463 μ.) της Αττικής. Αρχίζει να υψώνεται Δ του δήμου Καματερού, κλείνει από ΒΔ το λεκανοπέδιο των Αθηνών και απολήγει στην ακτή του Σαρωνικού, στο Πέραμα, απέναντι από τη Σαλαμίνα, η οποία θεωρείται συνέχειά του. Το Α. είναι ασβεστολιθικό… …   Dictionary of Greek

  • Ελαιών, όρος — Βουνό που αναφέρεται πολλές φορές στα βιβλία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Βρίσκεται κοντά στα Ιεροσόλυμα, από τα οποία χωρίζεται με την κοιλάδα του Ιωσαφάτ, στην οποία ρέει ο χείμαρρος των Κέδρων. Στα αρχαία χρόνια η τοποθεσία ήταν γεμάτη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”